- ἐμπρεπῶς
- ἐμπρεπήςconspicuous amongadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπρεπής — ἐμπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που είναι ανώτερος, που ξεχωρίζει, που διαπρέπει ανάμεσα σε πολλούς άλλους 2. αυτός που διακρίνεται για κάτι 3. κατάλληλος, αρμόδιος. επίρρ... ἐμπρεπῶς με τρόπο ξεχωριστό, υπερέχοντα, διακρινόμενο … Dictionary of Greek